- προπεραίνω
- προπεραίνω,A complete before,
ἡ πρὸς ἁπάντων -πεπερασμένη γνῶσις A.D.Synt.26.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ πρὸς ἁπάντων -πεπερασμένη γνῶσις A.D.Synt.26.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως («ἡ πρὸς ἁπάντων προπεπερασμένη γνῶσις», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περαίνω «τελειώνω»] … Dictionary of Greek